απεργοσπάστρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply απεργοσπάστριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/απεργοσπάστρια.mp3Ετυμολογίααπεργοσπάστρια απεργός + σπάζω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο απεργοσπάστρια ✦ θηλ. απεργοσπάστρια αυτός που δε μετέχει σε απεργία ή προσφέρεται να εργαστεί στη θέση απεργού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–