απεργασία


απεργασία
Προφορά

Ετυμολογία
απεργασία αρχαία ελληνική ἀπεργασία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απεργασία

✦ η ενέργεια του απεργάζομαι, επιμελής εκτέλεση
✦ το να προξενεί, να δημιουργεί κάποιος κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.