απεραντοσύνη
Προφορά
Ετυμολογία
απεραντοσύνη απέραντος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απεραντοσύνη
✦ η ιδιότητα του απέραντου
✦ το σύμπαν, το άπειρο: χάνομαι τόσο νωρίς στη γλαυκή απεραντοσύνη (Νικηφ. Βρεττάκος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–