απερίγραπτος
Προφορά
Ετυμολογία
απερίγραπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπερίγραπτος
Ερμηνεία
απερίγραπτος
✦ κ. απερίγραφτος, -η, -ο επίθ. (Κ -πτος, -ος, -ον) που δεν περιγράφεται, που είναι αδύνατο να περιγραφεί: χάλια απερίγραπτα
✦ (για πρόσ.) που δεν προσφέρεται για σοβαρή συζήτηση, που «δεν είναι για κουβέντα», γελοίος
Συνώνυμα
ανεκδιήγητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απερίγραπτα κ.απερίγραφτα (Κ απεριγράπτως)