απειρόγαμος


απειρόγαμος
Προφορά

Ετυμολογία
απειρόγαμος μεταγενέστερη ελληνική ἀπειρόγαμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απειρόγαμος -η, -ο

✦ που δεν έχει πείρα γάμου, άγαμος· ως επίθ. της Παναγίας: απειρόγαμος μήτηρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.