απειλώ
Προφορά
Ετυμολογία
απειλώ αρχαία ελληνική ἀπειλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απειλώ -είς, -εί
✦ φοβερίζω, διατυπώνω απειλή: τον απείλησε πως θα τον απολύσει
✦ ενέχω απειλή, αποτελώ κίνδυνο για κάτι: οι πλημμύρες απειλούν τις καλλιέργειες
✦ (παθ.) απειλούμαι, εκφοβίζομαι
✦ διατρέχω κίνδυνο: απειλείται με πτώχευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–