απεικονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
απεικονίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀπεικονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απεικονίζω
✦ παριστάνω με εικόνα, με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο: επισκέφτηκαν τα μεγάλα μουσεία και είδαν το σώμα ν’ απεικονίζεται με όποιο τρόπο καθόριζε κάθε φορά η εποχή (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μτφ. ) περιγράφω, εκφράζω, παραστατικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–