απεικάζω
Προφορά
Ετυμολογία
απεικάζω αρχαία ελληνική ἀπεικάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απεικάζω
✦ παρομοιάζω
✦ υποθέτω, φαντάζομαι
✦ καταλαβαίνω
✦ αναγνωρίζω, διακρίνω κάποιον από μακριά
✦ εξετάζω με περιέργεια
✦ συμπεραίνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–