απειθάρχητος
Προφορά
Ετυμολογία
απειθάρχητος απειθαρχώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απειθάρχητος -η, -ο
✦ ο χωρίς πειθαρχία
✦ (μτφ. ) ασυντόνιστος, απρογραμμάτιστος
✦ (για πρόσ.) απείθαρχος
Συνώνυμα
ατίθασος, ανυπότακτος
Αντίθετα
πειθαρχημένος
Επιρρήματα
–