απεγκλωβίζω


απεγκλωβίζω
Προφορά

Ετυμολογία
απεγκλωβίζω από + εγκλωβίζω

Ερμηνεία
ρήμα απεγκλωβίζω

✦ ελευθερώνω κάποιον από κλειστό χώρο: η πυροσβεστική απεγκλώβισε δεκάδες άτομα που είχαν κλεισθεί στα ασανσέρ
(μτφ. ) ελευθερώνω κάποιον που απομονώθηκε σε εχθρικό τμήμα ή έδαφος: με την τελευταία επίθεση, απεγκλωβίστηκαν οι δυνάμεις του στρατού
(μτφ. ) δίνω διέξοδο σε κάποιον, αποδεσμεύω: η απλή αναλογική θα απεγκλωβίσει τους αριστερούς ψηφοφόρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.