απείραχτος
Προφορά
Ετυμολογία
απείραχτος ἀ στερητικό + πειράζω
Ερμηνεία
απείραχτος
✦ κ. απείραγος, -η, -ο επίθ. (Κ απείρακτος, -ος, -ον) (για πρόσ.) αυτός τον οποίο δεν πείραξε κανείς, που δεν τον ενόχλησε για να τον βλάψει, άβλαπτος: θα σας περάσουμε απείραχτους μέσα απ’ τα χωριά μας (Π. Πρεβελάκης)
✦ (για πράγμ.) άθικτος, ανέπαφος: μια απείραγη μπουκάλα ούζο (Γ. Μπεράτης) – το κρεβάτι της, στρωμένο πάντα κι απείραγο (Άγγ. Τερζάκης)
✦ (για πρόσ.) που δεν περιπαίχτηκε: δεν αφήνει άνθρωπο απείραχτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–