απείκασμα
Προφορά
Ετυμολογία
απείκασμα αρχαία ελληνική ἀπείκασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απείκασμα
✦ ομοίωμα, είδωλο: ο άνθρωπος είναι το απείκασμα του Πλάστη του (Π. Πρεβελάκης)
✦ εικασία, υποθετικό συμπέρασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–