απαύγασμα
Προφορά
Ετυμολογία
απαύγασμα μεταγενέστερη ελληνική ἀπαύγασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απαύγασμα
✦ ακτινοβολία, λάμψη
✦ (μτφ. ) αποτέλεσμα, συμπέρασμα: το εγκόλπιο αυτό αποτελεί απαύγασμα των εμπειριών ενός κυνικού πολιτικού (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–