απαυτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
απαυτώνω απαυτός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απαυτώνω
✦ γεν. κάνω· η λ. χρησιμοποιείται όταν ο ομιλών δεν θέλει να αναφέρει ή του διαφεύγει το κατάλληλο ρήμα· η σημασία εύκολα εννοείται από τα συμφραζόμενα ή τις χαρακτηριστικές χειρονομίες που συνοδεύουν τη φρ.: υπάρχει καιρός για να τ’ απαυτώσει, να το τελειώσει, να το εκτελέσει κτλ.
✦ συνουσιάζομαι, γαμώ: φρ. άντε απαυτώσου, συνών. της φρ. άντε γαμήσου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–