απαυδώ


απαυδώ
Προφορά

Ετυμολογία
απαυδώ αρχαία ελληνική ἀπαυδῶ

Ερμηνεία
ρήμα απαυδώ -άς, -ά

✦ χάνω τη δύναμη της ομιλίας
✦ (γεν.) κουράζομαι: απηύδησα να λέω τα ίδια και τα ίδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.