απατώ
Προφορά
Ετυμολογία
απατώ αρχαία ελληνική ἀπατῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απατώ -άς, -ά
✦ διαπράττω απάτη, ξεγελώ: σε απατούν τα φαινόμενα
✦ πλανεύω: πενήντα χρόνους άγιος, πήγε και τον απάτησε μιαν όμορφη κοπέλα (δημ. τραγ.)
✦ γίνομαι μοιχός: χρόνια απατούσε τη γυναίκα του
✦ (μέσ.) απατώμαι, πέφτω θύμα πλάνης: μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκε η ακοή σου (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
γελιέμαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–