απατηλός
Προφορά
Ετυμολογία
απατηλός αρχαία ελληνική ἀπατηλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απατηλός -ή, -ό
✦ παραπλανητικός, που απατά: χρησιμοποίησε απατηλά μέσα
✦ λαθεμένος: απατηλή εντύπωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
-ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) παραπλανητικός, που απατά: χρησιμοποίησε απατηλά μέσα | λαθεμένος: απατηλή εντύπωση