απατεωνίσκος


απατεωνίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
απατεωνίσκος υποκορ. του απατεώνας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο απατεωνίσκος

✦ νεαρός απατεώνας
✦ που διαπράττει μικρές απάτες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.