απατίκωτος


απατίκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
απατίκωτος ἀ στερητικό + πατικώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απατίκωτος -η, -ο

✦ που δεν πατικώθηκε, δεν συμπιέστηκε για να καταλάβει λιγότερο χώρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.