απαρχή
Προφορά
Ετυμολογία
απαρχή αρχαία ελληνική ἀπαρχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απαρχή
✦ η πρώτη αρχή, έναρξη
✦ οι απαρχές των καρπών, οι πρώτοι ώριμοι καρποί που προσφέρονται στους ναούς, για να ευλογηθούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–