απαρρησίαστος


απαρρησίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
απαρρησίαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαρρησίαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απαρρησίαστος -η, -ο

✦ που ομιλεί χωρίς παρρησία
✦ που στερείται την ελευθερία εκφράσεως, του λόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απαρρησίαστα (Κ απαρρησιάστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.