απαρνιέμαι
Προφορά
Ετυμολογία
απαρνιέμαι αρχαία ελληνική ἀπαρνοῦμαι
Ερμηνεία
απαρνιέμαι
✦ -ιέσαι, -ιέται κ. απαρνούμαι, -είσαι, -είται κ. απαρνιούμαι ρ. (απαρν-ήθηκα, -ημένος) αρνιέμαι, αποκηρύσσω: απαρνήθηκε τις ιδέες του
✦ εγκαταλείπω: απαρνήθηκε τα παιδιά της – και δια σε πάσαν χαράν του κόσμου απαρνείται (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–