απαριάζω


απαριάζω
Προφορά

Ετυμολογία
απαριάζω μεσαιωνική ελληνική ἀπαριάζω• κατά Κοραή από το αναπαριάζω > αμπαριάζω. Κατά Χατζιδ. από το παρεάζω > παρjάζω > απαρjάζω. Κατά Στ. Κυριακίδη από το ρόγα > ρογιάζω > απορογιάζω > αποργιάζω > απαργιάζω

Ερμηνεία
ρήμα απαριάζω

✦ παραμερίζω κάτι: να τ’ απαριάσουν τα παλιά, και να τραβήξουν χέρι (δημ. τραγ.)
✦ εγκαταλείπω, αφήνω: με φιλεί και μ’ αγκαλιάζει, και στο δρόμο μ’ απαριάζει (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.