απαργύρωση
Προφορά
Ετυμολογία
απαργύρωση απαργυρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απαργύρωση
✦ αφαίρεση ή φθορά του ασημένιου επικαλύμματος μεταλλικού αντικειμένου
✦ μέθοδος με την οποία αποχωρίζεται ο άργυρος από τον μόλυβδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–