απαραφύλακτος


απαραφύλακτος
Προφορά

Ετυμολογία
απαραφύλακτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαραφύλακτος

Ερμηνεία
απαραφύλακτος

✦ κ. -χτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) ο χωρίς προφύλαξη
✦ αυτός που δεν τον παραφύλαξαν, δεν του έστησαν ενέδρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απαραφύλακτα κ.-χτα (Κ απαραφυλάκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.