απαρασάλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
απαρασάλευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαρασάλευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απαρασάλευτος -η, -ο
✦ αμετακίνητος, ακλόνητος: το ποίημα… είναι αντίθετο με τους απαρασάλευτους κανόνες της τέχνης (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απαρασάλευτα (Κ απαρασαλεύτως)