απαραμύθητος
Προφορά
Ετυμολογία
απαραμύθητος αρχαία ελληνική ἀπαραμύθητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απαραμύθητος -η, -ο
✦ απαρηγόρητος (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απαραμύθητα (Κ απαραμυθήτως):η γυναίκα του θρήνησε το στεφάνι της απαραμύθητα (Π. Πρεβελάκης)