απαράτσικ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply απαράτσικΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/απαράτσικ.mp3Ετυμολογίααπαράτσικ λ. ρωσ. Ερμηνεία απαράτσικ ✦ άκλ. ουσ. διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδ. στην κομουνιστική γραφειοκρατία (η λ. συνήθ. με μειωτική σημ.) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–