απαράτσικ


απαράτσικ
Προφορά

Ετυμολογία
απαράτσικ λ. ρωσ.

Ερμηνεία
απαράτσικ

✦ άκλ. ουσ. διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδ. στην κομουνιστική γραφειοκρατία (η λ. συνήθ. με μειωτική σημ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.