απαράτ
Προφορά
Ετυμολογία
απαράτ από το γερμαν. Apparat (= σύνθετο εργαλείο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το απαράτ
✦ η λ. χρησιμοποιείται με μτφ. σημ. για να δηλώσει την γραφειοκρατική οργάνωση της διοίκησης και οικονομίας σύγχρονου κράτους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–