απαράλλαχτος
Προφορά
Ετυμολογία
απαράλλαχτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαράλλακτος
Ερμηνεία
απαράλλαχτος
✦ κ. απαράλλαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο εντελώς όμοιος: τη μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παραλλαγμένος
Επιρρήματα
απαράλλακτα κ.απαράλλαχτα (Κ απαραλλάκτως)