απαράγραπτος
Προφορά
Ετυμολογία
απαράγραπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαράγραπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απαράγραπτος -η, -ο
✦ που δεν παραγράφηκε ή δεν υπόκειται σε παραγραφή: τα απαράγραπτα δικαιώματα της φυλής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απαράγραπτα (Κ απαραγράπτως)