απαξίωση
Προφορά
Ετυμολογία
απαξίωση αρχαία ελληνική ἀπαξίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απαξίωση
✦ απόρριψη, περιφρόνηση
✦ (οικον.) μείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων εξαιτίας φθοράς, χρήσης, παλαιότητας κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–