απανταχούσα
Προφορά
Ετυμολογία
απανταχούσα από τα αρχαία ελληνικά ἁπανταχοῦ
Ερμηνεία
απανταχούσα
✦ (Κ απανταχούσα, -ης) εγκύκλιος μητροπολίτη ή ηγουμένου προς τους κληρικούς της δικαιοδοσίας του
✦ (μτφ. ) γραπτή ή προφορική αυστηρή επίπληξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–