απαμβλύνω
Προφορά
Ετυμολογία
απαμβλύνω αρχαία ελληνική ἀπαμβλύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απαμβλύνω
✦ μειώνω την οξύτητα οργάνου, μετατρέπω κάτι σε μη κοφτερό
✦ (μτφ. ) μειώνω την ένταση, εξασθενίζω, μετριάζω: απαμβλύνω τα πολιτικά πάθη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–