απαλύνω
Προφορά
Ετυμολογία
απαλύνω αρχαία ελληνική ἁπαλύνω
Ερμηνεία
απαλύνω
✦ κ. απαλαίνω ρ. (απάλυνα) κάνω κάτι απαλό, μαλακώνω
✦ (μτφ. ) καταπραΰνω, μερώνω: δεν υπάρχει άνθρωπος να του απαλύνει τον πόνο – δοκίμαζε ν’ απαλύνει τη θλίψη του συγκεντρωμένος στον ήχο του νερού (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–