απαλός
Προφορά
Ετυμολογία
απαλός αρχαία ελληνική ἁπαλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απαλός -ή, -ό
✦ μαλακός στην αφή
✦ ελαφρός στον τόνο: και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό (Κ. Χατζόπουλος) – απαλός χρωματισμός
✦ (μτφ. ) αβρός, τρυφερός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τραχύς
Επιρρήματα
απαλά (Κ απαλώς)