απαλυντικός


απαλυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
απαλυντικός απαλύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απαλυντικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να απαλύνει κάτι, να το μαλακώσει: απαλυντικό σαπούνι – απαλυντική κρέμα

Συνώνυμα
μαλακτικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.