απαλογέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
απαλογέρνω απαλός + γέρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απαλογέρνω
✦ γέρνω απαλά, παίρνω ελαφριά κλίση: από το χιόνι απαλογείραν τα κλαδιά
✦ ακουμπώ κάπου και αποκοιμιέμαι: απαλόγειρα στον καναπέ, μετά το φαγητό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–