απαλλοτρίωση


απαλλοτρίωση
Προφορά

Ετυμολογία
απαλλοτρίωση αρχαία ελληνική ἀπαλλοτρίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απαλλοτρίωση

✦ αναγκαστική μεταβίβαση της κυριότητας κτήματος σε άλλον, ιδ. στο κράτος, σε δήμους ή κοινότητες, για κοινωφελείς σκοπούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.