απαλλάσσω


απαλλάσσω
Προφορά

Ετυμολογία
απαλλάσσω αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω

Ερμηνεία
ρήμα απαλλάσσω

✦ λυτρώνω, γλιτώνω: απαλλάχτηκαν από την τυραννία
✦ αθωώνω: το δικαστήριο τον απάλλαξε
✦ απολύω, παύω από υπηρεσία: απηλλάγη των καθηκόντων του
✦ εξαιρώ από υποχρέωση: απαλλαγέντες στρατεύσιμοι, που κρίθηκαν ακατάλληλοι για να υπηρετήσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.