απακετάριστος


απακετάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
απακετάριστος ἀ στερητικό + πακετάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απακετάριστος -η, -ο

✦ που δεν τον πακετάρισαν, δεν συσκευάστηκε σε πακέτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.