απαιτώ


απαιτώ
Προφορά

Ετυμολογία
απαιτώ αρχαία ελληνική ἀπαιτῶ

Ερμηνεία
ρήμα απαιτώ -είς, -εί

✦ ζητώ κάτι που μου οφείλεται ή μου ανήκει: απαιτώ αποζημίωση – απαιτώ να μου αποδοθούν οι τόκοι
✦ διατυπώνω αξίωση, επιβάλλω, ζητώ επίμονα: απαίτησα τους στρατιωτικούς κανόνες, γιατί δεν ανεχόμουν το μπουλούκι (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (για πράγματα) χρειάζομαι, έχω ανάγκη: η κατάσταση της οικονομίας απαιτεί άμεσα και δραστικά μέτρα
✦ πληθ. ουδ. μτχ. τα απαιτούμενα ως ουσ., τα απαραίτητα υλικά ή άλλα εφόδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.