απαιτητής


απαιτητής
Προφορά

Ετυμολογία
απαιτητής μεταγενέστερη ελληνική ἀπαιτητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο απαιτητής

✦ αυτός που απαιτεί κάτι, που έχει αξίωση για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.