απαγόρευση


απαγόρευση
Προφορά

Ετυμολογία
απαγόρευση μεταγενέστερη ελληνική ἀπαγόρευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απαγόρευση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του απαγορεύω: απαγόρευση της κυκλοφορίας
✦ (νομ.) η αφαίρεση του δικαιώματος επί της περιουσίας, με δικαστική απόφαση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.