απαγκίστρωση
Προφορά
Ετυμολογία
απαγκίστρωση απαγκιστρώνομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απαγκίστρωση
✦ διαφυγή από αγκίστρωση
✦ (μτφ. ) απαλλαγή από δύσκολη ή ανεπιθύμητη κατάσταση
✦ (ειδ.) απαλλαγή στρατεύματος από αναγκαστική ακινητοποίηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–