απαίσιος


απαίσιος
Προφορά

Ετυμολογία
απαίσιος μεταγενέστερη ελληνική ἀπαίσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απαίσιος -ια, -ιο

✦ ο μη αίσιος, που προμηνά κακό: γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή (Κ. Καβάφης)
✦ που προκαλεί φρίκη, αποκρουστικός
✦ ο φρικτά κακός: απαίσιο φέρσιμο

Συνώνυμα
δυσοίωνος
Αντίθετα

Επιρρήματα
απαίσια (Κ απαισίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.