απέθαντος
Προφορά
Ετυμολογία
απέθαντος ἀ στερητικό + πεθαίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απέθαντος -η, -ο
✦ που δεν πεθαίνει, αθάνατος: της Λεφτεριάς τ’ αστραφτερό κι απέθαντο αστέρι (Κ. Βάρναλης)
✦ (για πράγματα) που δε φθείρεται, δεν παλιώνει
Συνώνυμα
αιώνιος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–