απάλυνση


απάλυνση
Προφορά

Ετυμολογία
απάλυνση απαλύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απάλυνση

✦ μαλάκωμα
(μτφ. ) καταπράυνση: απάλυνση του πόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.