απάλιωτος


απάλιωτος
Προφορά

Ετυμολογία
απάλιωτος ἀ στερητικό + παλιώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απάλιωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει παλιώσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.