απάκι
Προφορά
Ετυμολογία
απάκι μεσαιωνική ελληνική ἀπάκιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απάκι
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. απάκια τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά: να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι (δημ. τραγ. – Ιστορ. Λεξ.)
✦ φρ. μου ‘πεσαν τ’ απάκια, πονάει η μέση μου από την κούραση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–